Ενα από τα ισχυρότερα όπλα στην καταπολέμηση της εγκληματικότητας είναι αυτό της ανάλυσης D.N.A. Σε πολύκροτες υποθέσεις που συντάραξαν την κοινή γνώμη, όπως της μικρής Αννυ, τα αποτελέσματα των αναλύσεων DNA βοήθησαν αποφασιστικά στη διαλεύκανση, αλλά και στην τεκμηρίωσή τους.
Μπήκαμε στα άδυτα του ελληνικού CSI, τη Διεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών, όπου χτυπάει η καρδιά της αστυνομικής έρευνας και της τεχνολογίας, όσον αφορά στην εξιχνίαση εγκλημάτων, και μιλήσαμε με τον διευθυντή της Δ.Ε.Ε, υποστράτηγο Δημήτρη Παπαναγιώτου και την επικεφαλής της Υποδιεύθυνσης Βιολογικών - Βιοχημικών Εξετάσεων και Αναλύσεων DNA, υποστράτηγο Δρ.Πηνελόπη Μηνιάτη και καταγράψαμε την προσπάθειά τους να διαλευκάνουν τις υποθέσεις που αναλαμβάνει η υπηρεσία. Παράλληλα, ο διοικητής της Διεύθυνσης Ασφάλειας Αττικής, ταξίαρχος Χρήστος Παπαζαφείρης, μιλώντας αποκλειστικά στο ΑΠΕ - ΜΠΕ, τονίζει ότι «το DNA γεννιέται, αλλά δεν πεθαίνει».
Η «καρδιά της αστυνομικής έρευνας»
Πως γίνεται η επιλογή των αστυνομικών που επανδρώνουν την υπηρεσία και ποιες ειδικές ικανότητες πρέπει να διαθέτουν;
«Η υπηρεσία μας αποτελείται από 400 άτομα. Είναι αστυνομικοί όλων των βαθμίδων, ειδικών και γενικών καθηκόντων. Των ειδικών καθηκόντων επιλέγονται κατόπιν εγκυκλίου που εκδίδει το Αρχηγείο της ΕΛ.ΑΣ, με τα προσόντα που πρέπει να διαθέτουν για να προσληφθούν.
Τα προσόντα που πρέπει να έχουν είναι πτυχίο ΑΕΙ, ΤΕΙ, διδακτορικό, ξένες γλώσσες και ο,τιδήποτε άλλο σχετικά με τη μόρφωσή τους. Οσον αφορά στους αστυνομικούς γενικών καθηκόντων, όταν θα επιλεγούν, από μια ομάδα δικών μας διευθυντών και τμηματαρχών, θα εξεταστούν και πάλι πέρα της αστυνομικής εμπειρίας τους, τα πτυχία τους και τη γνώση αγγλικών. Η Διεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών είναι μεταξύ των κορυφαίων στην Ευρώπη. Είναι αναγνωρισμένη, έχει πιστοποιηθεί με ISO και οποιαδήποτε απόφασή της ισχύει και δεν μπορεί να αμφισβητηθεί πουθενά. Εχει από τα πληρέστερα μηχανήματα και εργαστήρια. Ο,τι υπάρχει στην Ευρώπη, στην Αμερική και οπουδήποτε αλλού, υπάρχει και σε μας. Οι συνάδελφοι που υπηρετούν εδώ είναι από τους καλύτερα καταρτισμένους. Πηγαίνουν στην Ευρώπη ή έρχονται άλλοι από το εξωτερικό σε μας για επιμόρφωση».
Ποια είναι τα επιστημονικά όπλα σας στη μάχη κατά του εγκλήματος;
«Αυτή τη στιγμή βάζουμε στο σύστημα γύρω στα πέντε εκατομμύρια δακτυλικά αποτυπώματα για την καταπολέμηση του εγκλήματος. Θα μπορούμε αμέσως να βρίσκουμε, άμεσα και γρήγορα, οποιονδήποτε έχει συλληφθεί στο παρελθόν. Γίνεται η ψηφιοποίηση των φακέλων των κακοποιών, οπότε θα μπορούμε να βρίσκουμε αμέσως ποιανού είναι το αποτύπωμα σε ένα έγκλημα. Είναι η βάση του DNA που θα μας βγάζει τα αποτελέσματα»
Ποια είναι η συμβολή της υπηρεσίας σας στο καίριο θέμα του ελέγχου προσφύγων και μεταναστών;
"Οσον αφορά στο προσφυγικό ζήτημα που απασχολεί τη χώρα μας, η υπηρεσία μας ως αρχή ελέγχου προωθεί τα δακτυλικά αποτυπώματα, που λαμβάνονται μέσω του Eurodac, στη βάση που βρίσκεται στο Στρασβούργο, καθώς επίσης και στη δική μας βάση. Ετσι γίνεται ταυτοποίηση και γνωρίζουμε ποιος έχει εισέλθει στη χώρα μας. Αν είναι παράνομος, αν έχει ζητήσει πολιτικό άσυλο και οτιδήποτε άλλο».
«Το 1994 ξεκίνησαν οι αναλύσεις DNA στην Ελλάδα»
Πως αξιοποιείτε το γενετικό υλικό για την εξιχνίαση εγκλημάτων;
«Το πιο σημαντικό είναι ότι ένας δράστης μπορεί να αφήσει πολλά βιολογικά υλικά πίσω. Επειδή η δύναμη της εξέτασης DNA είναι μεγάλη, δύσκολα ο δράστης μπορεί να προφυλαχθεί. Είναι πολλά τα βιολογικά υλικά που μπορεί να αφήσει και είναι δύσκολο να προστατευθεί. Επομένως, από αυτά τα πολλά βιολογικά υλικά που μπορούμε να βρούμε, έχουμε τη δυνατότητα να κάνουμε δύο πράγματα. Πρώτον, να δώσουμε πληροφορίες, προσδιορίζοντας ένα γενετικό τύπο, στην ασφάλεια κατά την προανάκριση. Και πάνω σε αυτές τις πληροφορίες να βρεθεί ένα όνομα από τη βάση. Από εκεί και πέρα κάνουν ενέργειες για να διαπιστώσουν αν αυτό το όνομα είναι ο δράστης ή όχι. Και το δεύτερο που κάνουμε είναι μνα τεκμηριώνουμε την υπόθεση που πιθανώς να έχει η προανάκριση ή η ανάκριση».
Πως γίνεται η ταυτοποίηση νεκρών προσφύγων και μεταναστών;
«Εχουμε αρκετές σορούς από μετανάστες. Οταν βλέπουμε μετανάστες που δεν έχουν βρεθεί μέσα σε λίγες ημέρες, μετά είναι δύσκολο να γίνει η διακρίβωση της ταυτότητάς τους, από τους συγγενείς τους, με τα φυσικά χαρακτηριστικά τους. Επομένως εφ΄ όσον δεν μπορεί να γίνει με φυσικά χαρακτηριστικά, μπαίνουν πλέον συγκεκριμένες μέθοδοι. Είτε θα γίνει με αποτυπώματα, αλλά αυτό είναι λίγο δύσκολο, είτε με οδοντογράμματα. Κάτι, που είναι βέβαια δύσκολο, επειδή δεν υπάρχουν συγκριτικά οδοντογράμματα στη χώρα προέλευσής τους. Και μετά το τρίτο, το DNA, για να κάνουμε διακρίβωση της ταυτότητας. Δηλαδή, έχουμε ένα δείγμα βιολογικού ιστού από τη σορό και μετά συγγενείς που προσπαθούν να επιβεβαιώσουν ή να ψάξουν τους δικούς τους ανθρώπους που έχουν χαθεί. Και μετά, εδώ, στο εργαστήριο, δια μέσου και της βάσης δεδομένων που έχουμε, μπορούμε να κάνουμε αυτό το ταίριασμα. Και επομένως να αποδοθούν όπως πρέπει, με αξιοπρέπεια, οι σοροί στους συγγενείς τους».
Πόσα δείγματα DNA μπορεί να εξετάσει καθημερινά το εργαστήριό σας;
«Αυτή τη στιγμή, η δυνατότητα του εργαστηρίου είναι 100 δείγματα την ημέρα. Δεν είναι, βέβαια, εφικτό κάθε μέρα, επειδή εξαρτάται και από την πολυπλοκότητα των δειγμάτων. Φτιάχνουμε ένα καινούργιο εργαστήριο, που θα είναι σε πλήρη λειτουργία τους επόμενους μήνες, όπου σε αυτό το εργαστήριο θα έχουμε τη δυνατότητα εξέτασης 200 δειγμάτων την ημέρα».
Ποια ήταν η πιο δύσκολη υπόθεση που έχετε αντιμετωπίσει έως τώρα και πιο έγκλημα σας συγκλόνισε;
«Οι υποθέσεις που συνήθως και διαχρονικά μας συγκλονίζουν είναι αυτές που έχουν να κάνουν με ομάδες. Η πρώτη ομάδα είναι οι υποθέσεις που αφορούν ηλικιωμένα άτομα. Ολοι συνδεόμαστε με τους γονείς μας, με τους οικείους μας, που είναι ευπαθείς ομάδες, αβοήθητοι. Αντιμετωπίζουν συνήθως το οργανωμένο έγκλημα. Και πολλές φορές είτε έχουμε πολύ κακό τέλος, δηλαδή πεθαίνουν, είτε έχουν να κάνουν με κακοποίηση. Είναι πολλές φορές που έχουμε βοηθήσει με τα πειστήρια, που έχουν έρθει στο εργαστήριο, δίνοντας ταχύτατα αποτελέσματα, για να μπορούν να βοηθούνται τα κατά τόπους τμήματα ασφαλείας. Ενα άλλο κομμάτι που μας σοκάρει είναι η κακοποίηση, ο βιασμός μικρών παιδιών και οι αιμομιξίες. Εμείς καλούμαστε, βάσει επιστημονικών στοιχείων, να δούμε ποιος ήταν ο πατέρας. Και φυσικά το έγκλημα της μικρής Αννυ. Αυτό πρωτίστως για μας ήταν και επιστημονικά ενδιαφέρον, επειδή μιλούσαμε για την εξαφάνιση ενός μικρού παιδιού. Η επιστημονική δουλειά που κάναμε ήταν εξαιρετική, για να μπορέσουμε αυτά τα στοιχεία τα οποία είχε η ασφάλεια, να τα τεκμηριώσουμε επιστημονικά. Δηλαδή, από χώρους πολύ δύσκολους, που είχαν καθαριστεί για μεγάλο χρονικό διάστημα. Οι πληροφορίες λένε, μάλιστα, ότι ο πατέρας καθάριζε αυτό το χώρο για τρεις ημέρες. Το ειδικό κλιμάκιο που έχουμε, πηγαίνοντας είδε έναν πεντακάθαρο χώρο. Για να μπορέσουμε να φτάσουμε να δούμε «αόρατες» κηλίδες, να εξάγουμε γενετικούς τύπους, να δούμε ότι πρόκειται για αίμα του παιδιού ή ο,τιδήποτε άλλο, ήμασταν σε συνεχή επικοινωνία με την ασφάλεια, για να μπορέσουμε να τεκμηριώσουμε αυτά που βλέπαμε».
«Το DNA από τα πιο σύγχρονα εργαλεία των διωκτικών αρχών»
Υπάρχει το «τέλειο έγκλημα»;
«Τέλειο έγκλημα για μένα δεν υπάρχει. Πάντα, σε κάθε εγκληματική πράξη, υπάρχει το λάθος. Απλώς αυτό εναπόκειται στους αρμόδιους αξιωματικούς, οι οποίοι χειρίζονται την υπόθεση και διερευνούν τον τόπο του εγκλήματος, ώστε να συλλέξουν όλα τα στοιχεία που υπάρχουν στο χώρο και τα οποία θα μας οδηγήσουν στο αποτέλεσμα το οποίο επιθυμούμε και είναι η εξιχνίαση του εγκλήματος. Αρα, αν είναι έμπειρος ο αξιωματικός, δεν υπάρχει τέλειο έγκλημα».
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου