Αρκετές χιλιάδες χρόνια πριν από την περιπέτεια του Χριστόφορου Κολόμβου στα εδάφη που θα έμεναν τελικά γνωστά ως Αμερική, μια διαφορετική ομάδα ανθρώπων ανακάλυπτε την ίδια ήπειρο: οι νομάδες πρόγονοι των σημερινών Ινδιάνων περνούσαν από μια στενή γλώσσα γης από την Ασία στην Αλάσκα πριν από 12.000 χρόνια.
Κι έτσι, μέχρι να αποβιβαστούν οι πρώτοι ευρωπαίοι εξερευνητές στον Νέο Κόσμο εκεί στον 15ο αιώνα, περισσότεροι από 50 εκατομμύρια άνθρωποι είχαν αποικίσει την άγνωστη σε μας στεριά. Περίπου 10 εκατομμύρια από αυτά ζούσαν στην περιοχή των σημερινών ΗΠΑ.
Όσο ο καιρός περνούσε, ο μεταναστευτικός πληθυσμός των γηγενών Αμερικανών και οι απόγονοί τους πιέζονταν ολοένα και πιο νοτιοανατολικά, αν και οι σκληροτράχηλοι Ινδιάνοι δεν φαίνονταν να είχαν πρόβλημα προσαρμογής στα νέα περιβάλλοντα. Ανθρωπολόγοι, εθνολόγοι και γεωγράφοι παρατηρούσαν πια τις καθημερινές τους συνήθειες και τα νομαδικά μοτίβα τους.
Το 1492, όταν ανταμείφθηκε η παροιμιώδης περιέργεια του Κολόμβου δηλαδή, οι ανεξάρτητες φυλές των Ινδιάνων ήταν πραγματικά αναρίθμητες: οι εκτιμήσεις κάνουν λόγο για περισσότερες από 300 τοπικές γλώσσες και διαλέκτους!
Σήμερα τα πράγματα είναι σαφώς διαφορετικά για τους γηγενείς Αμερικανούς, καθώς η επαφή με το λευκό χλομό πρόσωπο μόνο ευεργετική δεν στάθηκε για τον πληθυσμό τους: στην ομοσπονδιακή απογραφή του 2010, οι Ινδιάνοι της Βόρειας Αμερικής και οι Εσκιμώοι της Αλάσκας εκτιμήθηκαν στα 5,2 εκατ. ανθρώπους, με τον πληθυσμό τους να έχει σημειώσει μάλιστα ραγδαία αύξηση της τάξης του 39% σε σχέση με το 2000.
Οι ντόπιοι Αμερικανοί είδαν τις ζωές τους να αλλάζουν ριζικά μετά την άφιξη του «πολιτισμένου» Ευρωπαίου στα εδάφη των προγόνων τους, ώρα να δούμε λοιπόν πιο αναλυτικά τις τρανές ινδιάνικες φυλές της Βόρειας Αμερικής (εξαιρουμένου του Μεξικού) και τη μοίρα τους…
Η Αρκτική: Οι Ινουίτ και οι Εσκιμώοι του Βορρά
Η παγωμένη και αφιλόξενη περιοχή της Αλάσκας, του Καναδά και της Γροιλανδίας, κοντά στον Αρκτικό Κύκλο, ήταν άλλοτε σπίτι των Εσκιμώων. Τόσο οι Ινουίτ όσο και οι Αleut μιλούσαν και συνεχίζουν να μιλούν διαλέκτους που πηγάζουν απευθείας από τις πρωτόγονες ντοπιολαλιές των Εσκιμώων. Ο αρκτικός πληθυσμός των γηγενών Αμερικανών ήταν συγκριτικά μικρός και διάσπαρτος, καθώς οι νομάδες ήταν αναγκασμένοι να ακολουθούν τη λεία τους (φώκιες και πολικές αρκούδες κυρίως), καθώς εκείνη μετανάστευε κατά μήκος της τούνδρας.
Την ίδια ώρα όμως που στα βόρεια της ευρύτερης περιοχής οι Ινουίτ κυνηγούσαν κατά πόδας τα άγρια θηρία, στα νοτιότερα σημεία οι Aleut είχαν φτιάξει μονιμότερους οικισμούς, ψαροχώρια κυρίως κατά μήκος των ακτών. Οι Ινουίτ του Βορρά διέμεναν σε ιγκλού και οι Aleut σε θολωτά παραπήγματα καμωμένα από ξύλα και χώμα. Τα ρούχα τους ήταν φτιαγμένα από δέρμα φώκιας, το οποίο χρησίμευε επίσης τόσο στα έλκηθρα της φυλής όσο και στις βάρκες τους (όπως τα περίφημα καγιάκ των Ινουίτ). Μέχρι την προσάρτηση όμως της Αλάσκας από τις ΗΠΑ το 1867, οι δεκαετίες της καταπίεσης, των εκτοπίσεων και της επαφής τόσο με τον λευκό όσο και με τις αρρώστιες του είχαν αποδεκατίσει τον πληθυσμό των Εσκιμώων: είχαν απομείνει πια μόλις 2.500 ψυχές. Οι απόγονοι των επιζώντων συνεχίζουν να ζουν στα αφιλόξενα τοπία του αμερικανικού Βορρά…
Η Υπο-Αρκτική: Το κυνήγι της γούνας και οι ερυθρόδερμοι
Η τούνδρα του Βορρά δίνει προοδευτικά τη θέση της στην τάιγκα της ενδοχώρας Αλάσκας και Καναδά, με τα κωνοφόρα να δεσπόζουν πια στο τοπίο. Εκεί κατοικούσαν κάποτε δύο βασικές πληθυσμιακές ομάδες ερυθρόδερμων, καθεμιά με τη δική της γλωσσική παράδοση: οι φυλές της δυτικής ακτής που μιλούσαν την Athabaskan (οι Tsattine, οι Gwich’Ιn και οι Deg Xinag, γνωστοί και ως Ingalik) και οι φατρίες της ανατολικής ακτής που μιλούσαν την Αλγκόνκιαν: οι Cree, οι Ojibwa και οι Naskapi. Η μετακίνηση παρέμενε δύσκολη και σε αυτή την τεράστια περιοχή, κάτι που έκανε τους πληθυσμούς αραιούς και σποραδικούς.
Οι Ινδιάνοι δεν ζούσαν εδώ σε μόνιμους καταυλισμούς αλλά σε μικρές και ευέλικτες ομάδες με οικογενειακούς δεσμούς, οι οποίες κυνηγούσαν κατά πόδας τα μεταναστευτικά πρότυπα του καριμπού (καναδικός τάρανδος). Οι ινδιάνικες φυλές ήταν πλήρως εναρμονισμένες με το αφιλόξενο φυσικό περιβάλλον, μέχρι τον 17ο και 18ο τουλάχιστον αιώνα, όταν το εμπόριο της γούνας γενικεύτηκε στην περιοχή και άρχισε να εμποδίζει τη ζωή των ερυθρόδερμων. Αντί να κυνηγούν λοιπόν πλέον για να τρέφονται, οι Ινδιάνοι επικεντρώθηκαν τώρα στην προμήθεια δερμάτων και γουνών στους ευρωπαίους εμπόρους, κάτι που οδήγησε προοδευτικά στον εκτοπισμό και την εξόντωση τελικά πολλών παραδοσιακών κοινοτήτων της περιοχής…
Τα Βορειοανατολικά: Οι πολεμοχαρείς Ιροκουά
Η ευρύτερη περιοχή που απλώνεται από την ανατολική ακτή του Καναδά μέχρι τη Βόρεια Καρολίνα των ΗΠΑ και την Κοιλάδα του Μισισιπή στην ενδοχώρα ήταν μια από τις πρώτες που υποδέχθηκαν τον λευκό Ευρωπαίο στα εδάφη του Νέου Κόσμου. Εκεί ζούσαν φυσικά μια σειρά από τρανές ινδιάνικες φυλές, που μπορούν να χωριστούν σε δύο μεγαλύτερες πληθυσμιακές ομάδες: τους Ιροκουά (φυλές δηλαδή όπως οι Μοχόκ, Καγιούγκα, Ονέιντα, Εριέ, Ονοντάνγκα, Σενέκα και Τισκαρόρα), που ζούσαν κατά μήκος ποταμών και λιμνών σε οχυρωμένους μόνιμους καταυλισμούς, και τους ομιλούντες την Αλγκόνκιαν (φυλές όπως οι Χιουρόν, Pequot, Fox, Shawnee, Wampanoag, Delaware και Menominee), οι οποίοι διέμεναν σε μικρούς αγροτικούς οικισμούς και ψαροχώρια κατά μήκος του Ατλαντικού Ωκεανού και καλλιεργούσαν καλαμπόκι, φασόλια και ζαρζαβατικά. Οι πολεμοχαρείς φυλές των Βορειοανατολικών συνήθιζαν να κάνουν επιδρομές στα γειτονικά φύλα και αυτή ήταν η καθημερινότητά τους.
Ειδικά οι Ιροκέζοι, παραήταν εχθρικοί και όσοι δεν ήταν μέλη της συμμαχίας τους (Ένωση των Πέντε Εθνών από το 1570) διέτρεχαν μόνιμο κίνδυνο. Το πράγμα των τεταμένων σχέσεων έγινε ακόμα πιο περίπλοκο μετά την άφιξη των ευρωπαίων αποίκων και σαν να μην έφτανε αυτό, ο αμερικανικός Πόλεμος της Ανεξαρτησίας ανάγκασε τις ινδιάνικες φυλές της περιοχής να διαλέξουν στρατόπεδα. Οι Ιροκουά βρέθηκαν τώρα αντιμέτωποι με τους αλγκονκίν γείτονές τους στο πεδίο της μάχης του λευκού, την ίδια στιγμή που οι οικισμοί των χλομών προσώπων συνέχιζαν να επεκτείνονται προς τα δυτικά. Το αποτέλεσμα δεν ήταν άλλο από τον εκτοπισμό και των δύο ντόπιων πληθυσμιακών ομάδων από τα προγονικά τους εδάφη. Οι Ιροκέζοι αριθμούν σήμερα (2010) 40.000 μέλη…
Τα Νοτιοανατολικά: Οι χωρικοί Τσερόκι
Τα νότια των Βορειοανατολικών και τα βόρεια του Κόλπου του Μεξικού είναι μια εύφορη αγροτική έκταση που εκμεταλλεύονταν επί αιώνες οι ερυθρόδερμοι της περιοχής: εξπέρ στην καλλιέργεια της γης, οι Ινδιάνοι των Νοτιοανατολικών ζούσαν από τις σοδειές καλαμποκιού, φασολιών, κολοκύθας, καπνού αλλά και ηλίανθου, έχοντας οργανώσει τη ζωή τους σε μικρούς αγροτικούς καταυλισμούς.
Η πλέον πασίγνωστη φυλή της περιοχής ήταν οι Τσερόκι, οι οποίοι από κοινού με τους Chickasaw, Choctaw, Creek και Seminole είχαν σκαρώσει τη συμμαχία των «Πέντε Πολιτισμένων Φυλών», καθώς οι τοπικές διάλεκτοι που μιλούσαν προέρχονταν όλες από την οικογένεια της γλώσσας Muskogean. Μέχρι την ανεξαρτησία όμως των Αμερικανών από τους Βρετανούς, οι φυλές των Νοτιοανατολικών Πολιτειών είχαν ήδη χάσει μεγάλα τμήματά τους από τους εκτοπισμούς και τις αρρώστιες των Δυτικών.
Και σαν να μην έφτανε αυτό, ομοσπονδιακός νόμος του 1830 ολοκλήρωσε τον οριστικό διωγμό των «Πέντε Πολιτισμένων Φυλών» από τα πατρώα εδάφη τους (Τζόρτζια, Αλαμπάμα, Βόρεια Καρολίνα, Φλόριντα και Τενεσί), ώστε να περιέλθουν στα χέρια του λευκού αποίκου: μεταξύ 1830- 1838, οι ομοσπονδιακές αρχές των ΗΠΑ ανάγκασαν περισσότερους από 100.000 Ινδιάνους των Νοτιοανατολικών Πολιτειών να πάρουν τα μπογαλάκια τους και να μετακινηθούν στην «Ινδιάνικη Περιοχή» στα δυτικά του ποταμού Μισισιπή (σημερινή Οκλαχόμα). Οι Τσερόκι απαθανάτισαν στη λαϊκή τους μούσα τον ξεριζωμό και την πορεία της ντροπής ως Μονοπάτι των Δακρύων…
Οι Μεγάλες Πεδιάδες: Σεγιέν και Κομάντσι
Η τεράστια περιοχή που εκτείνεται μεταξύ του ποταμού Μισισιπή και των Βραχωδών Όρεων, από τον σημερινό Καναδά μέχρι και τον Κόλπο του Μεξικού, κατοικούταν άλλοτε από τοπικές φυλές κυνηγών και αγροτών, πολύ πριν καταφτάσουν οι διψασμένοι για εμπόριο και εξερευνήσεις Ευρωπαίοι. Οι φυλές της περιοχής μιλούσαν γλώσσες όπως οι Siouan, Caddoan, Uto-Aztecan, Athabaskan και Αλγκόνκιαν και ανήκαν σε διάφορες ομάδες και παραδόσεις.
Μετά την επαφή όμως με τον Ευρωπαίο και ειδικά με τους ισπανούς αποικιοκράτες του 18ου αιώνα που έφεραν άλογα στην περιοχή, οι ινδιάνικες φυλές των πεδιάδων έγιναν προοδευτικά νομαδικές. Οι Σεγιέν, Κομάντσι, Αραπάχο, Κρόου και Μαυροπόδαροι κυνηγούσαν πια καβάλα στα άλογά τους τα κοπάδια με τους βίσονες, από το δέρμα των οποίων κατασκεύαζαν τις καλύβες τους, το αρχετυπικό ινδιάνικο κωνικό τίπι. Όσο ο λευκός άποικος μετακινούταν όμως δυτικότερα στις Μεγάλες Πεδιάδες και γειτνίαζε πια επικινδύνως με τους Ινδιάνους, έφερε μαζί του πολύ πιο καταστρεπτικά καλούδια για τους ίδιους: καταναλωτικά αγαθά όπως μαχαίρια και κατσαρολικά, όπλα και πρωτόγνωρες ασθένειες φυσικά.
Μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα, ο λευκός κυνηγός είχε αποδεκατίσει τα κοπάδια των αμερικανικών βούβαλων και οι κοινότητές του στράφηκαν τώρα στην καταπάτηση της ινδιάνικης γης. Χωρίς τρόπο να βγάζουν πια τα προς το ζην, οι Ινδιάνοι των Μεγάλων Πεδιάδων μεταφέρθηκαν τελικά (αν και πάντα απρόθυμα) σε κυβερνητικούς καταυλισμούς…
Τα Νοτιοδυτικά: Ναβάχο και Απάτσι
Η τεράστια άνυδρη έκταση της ερήμου που εκτείνεται στη σημερινή Αριζόνα και το Νέο Μεξικό (αλλά και σε τμήματα του Κολοράντο, της Γιούτα, του Τέξας και του Μεξικού) έδωσε ζωή σε δυο χαρακτηριστικά διαφορετικούς τρόπους διαβίωσης στον αυτόχθονα πληθυσμό της Αμερικής. Οι Χόπι, Ζούνι, Ζούμα και Yaqui ζούσαν από την καλλιέργεια του καλαμποκιού, των φασολιών και της κολοκύθας και διέμεναν σε μόνιμους καταυλισμούς καμωμένους από πέτρα και πλίνθους (τα περίφημα και πολυώροφα πουέμπλο).
Οι Ναβάχο και οι Απάτσι όμως παρέμεναν νομάδες, κυνηγώντας βούβαλους και κάνοντας επιδρομές στους γείτονές τους για να βάλουν στο χέρι τις σοδειές τους. Οι καταυλισμοί τους ήταν σαφώς πιο προσωρινοί από των χωρικών γειτόνων τους και κατασκευάζονταν από λάσπη και χώμα. Μέχρι τον Αμερικανο-Μεξικανικό Πόλεμο ωστόσο, όταν οι Νοτιοδυτικές Πολιτείες προσαρτήθηκαν στις ΗΠΑ, ένα σεβαστό ποσοστό του γηγενούς πληθυσμού είχε ήδη αποδεκατιστεί (οι ισπανοί αποικιοκράτες και οι ιεραπόστολοι υποδούλωσαν, για παράδειγμα, ολόκληρη την ινδιάνικη φυλή των Πουέμπλο, εξολοθρεύοντάς τους σε εξαντλητική καταναγκαστική εργασία σε ισπανικά ράντσα). Κατά τη διάρκεια του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση έκλεισε τους εναπομείναντες Ινδιάνους της ευρύτερης περιοχής σε καταυλισμούς της ντροπής…
Η Μεγάλη Λεκάνη: Οι Σοσόνι
Το εκτεταμένο λεκανοπέδιο που σχηματίζουν τα Βραχώδη Όρη στα ανατολικά, η οροσειρά Σιέρρα Νεβάδα στα δυτικά, το οροπέδιο Κολούμπια στον βορρά και το οροπέδιο Κολοράντο στον νότο ήταν ένα ξεχασμένο από τον θεό ερημοτόπι από άνυδρες και σκονισμένες εκτάσεις, αλυκές και υφάλμυρες λίμνες. Ο γηγενής πληθυσμός, που μιλούσε τη γλώσσα των Σοσόνι ή αζτεκικές διαλέκτους, φυλές δηλαδή όπως οι Bannock, Paiute και Ute, τρεφόταν με ρίζες, σπόρους και καρπούς θάμνων, την ίδια στιγμή που κυνηγούσε φίδια, σαύρες και μικρά θηλαστικά. Καθώς ήταν πάντα σε κίνηση, διέμεναν σε προσωρινούς καταυλισμούς καμωμένους από ξύλο ιτιάς, φύλλα, χαμόκλαδα και λάσπη. Καθώς οι οικισμοί ήταν εντελώς προσωρινοί, τόσο η κοινωνική ιεραρχία όσο και η συλλογική αρχηγία στην κοινότητα δεν είχαν επίσημο χαρακτήρα.
Μετά την επαφή με τους Ευρωπαίους, πολλές ινδιάνικες φυλές της Μεγάλης Λεκάνης απέκτησαν άλογα και ομοίαζαν πια στους αυτόχθονες των Μεγάλων Πεδιάδων: τώρα ήταν έφιπποι κυνηγοί βίσονα και τάγματα εφόδου κατά φιλήσυχων γειτονικών φυλών. Όταν όμως ανακαλύφθηκε χρυσός και ασήμι στην περιοχή στα μέσα του 19ου αιώνα, η συντριπτική πλειονότητα των τοπικών φυλών έχασε τα εδάφη της και τη ζωή της τελικά…
Η Καλιφόρνια: Το ινδιάνικο συνονθύλευμα
Πριν πατήσει το πόδι του στην Αμερική ο λευκός αποικιοκράτης, η καλοσυνάτη κλιματολογικά Καλιφόρνια φιλοξενούσε τη μεγαλύτερη πληθυσμιακή συγκέντρωση ολάκερης της Βόρειας Αμερικής: 300.000 περίπου Ινδιάνοι ζούσαν εδώ στα μέσα του 16ου αιώνα. Και βέβαια ο πληθυσμός τους παρουσίαζε μεγάλη ποικιλομορφία: 100 διαφορετικές φυλές και οικογενειακές ομάδες μιλούσαν περισσότερες από 200 διαλέκτους!
Οι ακαδημαϊκοί ισχυρίζονται σήμερα ότι το γλωσσολογικό τοπίο της Καλιφόρνια ήταν πιο περίπλοκο ακόμα και από την Ευρώπη. Οι Maidu, Miwok και Yokuts μιλούσαν κοινή γλώσσα (αν και σε άλλες διαλέκτους), οι Chumash, Pomo, Salinas και Shasta είχαν τη δική τους και οι Tubabulabal, Serrano και Kinatemuk άρθρωναν ακόμα μια αζτέκικη παραδοσιακή λαλιά. Εδώ βρήκαν μάλιστα καταφύγιο και οι «Ινδιάνοι των Αποστολών», που είχαν εκτοπιστεί από τους Ισπανούς στις Νοτιοδυτικές Πολιτείες, και εδώ κατέφευγε κάθε κατατρεγμένος ερυθρόδερμος. Παρά τη διαφορετική καταγωγή τους όμως, πάμπολλες καλιφορνέζικες φυλές ζούσαν παρόμοιες ζωές: σχημάτιζαν ομάδες με δεσμούς αίματος που κυνηγούσαν βούβαλους ή ήταν απλά τροφοσυλλέκτες.
Η γεωργία δεν ήταν του γούστου τους, ήταν όμως η ειρήνη μεταξύ τους. Όταν οι πρώτοι ισπανοί εξερευνητές τρύπωσαν στην Καλιφόρνια στα μέσα του 16ου αιώνα άρχισαν οι περιπέτειες του τοπικού στοιχείου, οι οποίες κλιμακώθηκαν το 1769, όταν ο ιεραπόστολος Junipero Serra ίδρυσε την αποστολή στο Σαν Ντιέγκο που θα εγκαινίαζε μια πρωτόγνωρα βάρβαρη περίοδο αφομοίωσης, καταναγκαστικής εργασίας και βίαιου αποδεκατισμού. Ως αποτέλεσμα, το τοπικό στοιχείο της Καλιφόρνια αφανίστηκε από προσώπου γης…
Η Βορειοδυτική Ακτή: οι Σινούκ
Η Βορειοδυτική Ακτή, που εκτείνεται κατά μήκος των ακτών του Ειρηνικού από τη Βρετανική Κολούμπια μέχρι και τη Βόρεια Καλιφόρνια, έχει ήπιο κλίμα και άφθονες φυσικές πηγές. Ό,τι χρειαζόταν ο αυτόχθονας για να ζήσει, ήταν ήδη εκεί: σολομοί και άφθονη ψαριά, αλλά και φώκιες και μαλάκια. Ως αποτέλεσμα, αντίθετα από τις τροφοσυλλεκτικές φυλές και τις ορδές των κυνηγών που ακολουθούσαν τα μεταναστευτικά πρότυπα των ζώων από μέρος σε μέρος, οι Ινδιάνοι των Βορειοδυτικών Ακτών του Ειρηνικού ευημερούσαν και έχτισαν μόνιμους οικισμούς με εκατοντάδες μέλη ο καθένας.
Εδώ συναντάμε τη γνώριμη κοινωνική στρωμάτωση των Ινδιάνων, σαφώς πιο περίπλοκη από κάθε νομαδική κοινότητα γηγενών. Οι γνωστότερες φυλές της περιοχής ήταν οι Σινούκ και οι Χάιντα, αλλά εδώ ζούσαν επίσης και οι Tlingit, Tsimshian, Coos, Wakashan Kwakiutl, Nuu-chah-nulth (Nootka) και Salish…
Το Οροπέδιο: Ινδιάνικο κράμα
Το λεγόμενο «Οροπέδιο» καλύπτει τη διασταύρωση της Υπο-Αρκτικής, των Μεγάλων Πεδιάδων, της Μεγάλης Λεκάνης, της Καλιφόρνια και της Βορειοδυτικής Ακτής και εκτείνεται στις σημερινές πολιτείες των Αϊντάχο, Μοντάνα, ανατολικό Όρεγκον και Ουάσιγκτον. Οι Ινδιάνοι της περιοχής κατοικούσαν σε μικρούς και ειρηνικούς καταυλισμούς κατά μήκος ποταμών και ρυακιών και ζούσαν ψαρεύοντας σολομούς και πέστροφες, κυνηγώντας και συλλέγοντας άγρια μούρα, ρίζες και καρπούς.
Στα νότια του Οροπεδίου, η επικρατούσα γλώσσα ήταν η Penutian και όλες οι διάλεκτοι εκπορεύονταν από αυτή. Όσο για τις φυλές που τη μιλούσαν, ήταν οι Klamath, Klikitat, Modoc, Nez Perce, Walla Walla και Yakima (ή Yakama). Στα βόρεια του ποταμού Κολούμπια, οι Ινδιάνοι μιλούσαν παραλλαγές της Salishan, φυλές δηλαδή όπως οι Skitswish, Salish, Spokane και οι Κολούμπια. Ήταν τον 18ο αιώνα όταν άλλες ινδιάνικες φυλές έφεραν τα πρώτα άλογα στην περιοχή και πλέον το άτι έγινε αναπόσπαστο μέλος της καθημερινότητας: το άλογο ενσωματώθηκε στην οικονομία, βοήθησε να επεκταθεί η ακτίνα του κυνηγιού και μετέτρεψε τις τοπικές φυλές σε εμπόρους αλλά και διαμεσολαβητές μεταξύ Βορειοδυτικών και Μεγάλων Πεδιάδων.
Το 1805, οι εξερευνητές Λιούις και Κλαρκ πέρασαν από την περιοχή και σύντομα καραβάνια λευκών θα αποβιβάζονταν στο Οροπέδιο, προδιαγράφοντας το τέλος του τοπικού στοιχείου: μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα, όσοι Ινδιάνοι είχαν γλιτώσει τον αποδεκατισμό, είχαν εκτοπιστεί από τα πατρώα εδάφη και επανεγκαταστάθηκαν σε κρατικούς καταυλισμούς…
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου