Καθισιό, φαγητό και τσιγάρο. Οι τρεις αγαπημένες συνήθειες των Ελλήνων που δεν λένε να αλλάξουν ρότα, δημιουργώντας μεγάλα προβλήματα πρωτίστως στον εαυτό τους και την υγεία τους.
Παράλληλα φαίνεται πως έχουν και μία... αλλεργία στις προληπτικές εξετάσεις όπως είναι η μαστογραφία και η μικροσκοπική κοπράνων, τις οποίες αποφεύγουν συστηματικά.
Την ίδια στιγμή, οι ασφαλισμένοι Έλληνες βάζουν βαθιά το χέρι στην τσέπη για να πληρώνουν είτε τις υπηρεσίες υγείας που χρειάζονται είτε τα φάρμακά τους: σχεδόν ένας στους δύο Έλληνες διαθέτει κάθε μήνα το 5% του εισοδήματός του για γιατρούς, εξετάσεις ή φάρμακα, ενώ το 15% του πληθυσμού δαπανά πάνω από το 10% του μηνιαίου μισθού του για υπηρεσίες υγείας και φάρμακα.
Τα παραπάνω συμπεράσματα προκύπτουν από την πανελλαδική έρευνα «Hellas HealthVΙ» για την υγεία των Ελλήνων που πραγματοποιήθηκε από το Ινστιτούτο Κοινωνικής και Προληπτικής Ιατρικής (ΙΚΠΙ), σε συνεργασία με το Κέντρο Μελετών Υπηρεσιών Υγείας της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ. Η έρευνα πραγματοποιήθηκε σε αντιπροσωπευτικό δείγμα 1.001 ατόμων ηλικίας άνω των 18 ετών, τον Απρίλιο του 2015, από την Metron Analysis.
Τα αποτελέσματα παρουσιάστηκαν την Πέμπτη από τον καθηγητή κ. Γιάννη Τούντα, διευθυντή του ΙΚΠΙ και του Κέντρου Μελετών Υπηρεσιών Υγείας και τον κ. Κυριάκο Σουλιώτη, επίκουρο καθηγητή Πολιτικής Υγείας της Σχολής Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.
Ένας καταθλιπτικός θεριακλής με αδυναμία στα ανθιυγεινά φαγητά
Μόνο το 41% του ενήλικου ελληνικού πληθυσμού δηλώνει ότι η υγεία του είναι «εξαιρετική» (12%) ή «πολύ καλή» (29%). «Κακή υγεία» δηλώνουν σε υπερδιπλάσιο ποσοστό οι συνταξιούχοι (14%) και οι έχοντες βασική εκπαίδευση (17%).
Σε ελεύθερη πτώση βρίσκεται ο δείκτης ψυχικής υγείας την τελευταία πενταετία: η αντίστοιχη έρευνα το 2010 αποτύπωνε τον σχετικό δείκτη στο 49,5 ενώ σήμερα έχει μειωθεί κατά τέσσερις ποσοστιαίες μονάδες, πέφτοντας στο 45,8.
Τέσσερις στους δέκα απέχουν από οποιαδήποτε σωματική δραστηριότητα (μέτρια φυσική άσκηση), ενώ το ποσοστό αυτό στα χαμηλότερα κοινωνικο-οικονομικά στρώματα ανεβαίνει στο 50%.
Σε ό,τι αφορά τη διατροφή και το αποτύπωμά της στη ζυγαριά, η εικόνα παραμένει μελανή: μόλις το 41% των Ελλήνων έχουν κανονικό βάρος σώματος. Το 17% είναι παχύσαρκοι και το 42% υπέρβαροι. Το 9% δεν καταναλώνει καμία μερίδα λαχανικών την ημέρα και το 15% δεν καταναλώνει κανένα φρούτο.
Εξαιρετικά ψηλά εξακολουθούν να παραμένουν τα ποσοστά των καπνιστών στην Ελλάδα, παρά τη μείωση που καταγράφεται την τελευταία πενταετία σε άντρες και γυναίκες. Συγκεκριμένα, ο επιπολασμός του καπνίσματος στην Ελλάδα το 2015 εκτιμάται στο 37%, με το 40% των ανδρών και το 34% των γυναικών να δηλώνουν καπνιστές. Το δε παθητικό κάπνισμα θεριεύει συνεχώς στους χώρους εργασίας (27%), στα εστιατόρια (78%) και στις καφετέριες και τα μπαρ (92%).
Τα τρία συνηθέστερα χρόνια νοσήματα
«Αποστάσεις ασφαλείας» κρατούν όμως οι Έλληνες και από τον προληπτικό έλεγχο. Η έρευνα έδειξε χαμηλά ποσοστά στη χρήση προληπτικών εξετάσεων, κυρίως στη μαστογραφία (57%), στη μικροσκοπική κοπράνων (14%), ενώ 2 στους 10 Έλληνες δεν έχουν μετρήσει την αρτηριακή τους πίεση, τη χοληστερόλη και το σάκχαρο αίματος.
Προβλήματα υγείας χωρίς δημόσιες υπηρεσίες υγείας
Σε σχέση με προηγούμενες μελέτες, καταγράφεται αύξηση του ποσοστού των Ελλήνων που επιλέγουν ιδιώτη ιατρό είτε συμβεβλημένο (37%) είτε μη συμβεβλημένο (23%) με το ταμείο τους, ενώ αισθητά μειωμένο είναι το ποσοστό όσων επιλέγουν ιατρείο του ασφαλιστικού τους ταμείου (8%) για ιατρική φροντίδα.
Οι ερευνητές θεωρούν πως το εύρημα αυτό συνδέεται με τις παρεμβάσεις των τελευταίων ετών στην Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας (ΠΦΥ) και ειδικότερα στην ατελή μεταρρύθμιση των πρώην ιατρείων του ΙΚΑ και μετά ΕΟΠΥΥ που μετονομάστηκαν σε δομές του Πρωτοβάθμιου Εθνικού Δικτύου Υγείας (ΠΕΔΥ).
Σημαντική επιδείνωση καταγράφεται όσον αφορά την πρόσβαση στα πολυϊατρεία των ασφαλιστικών ταμείων και στα φαρμακεία των νοσοκομείων του ΕΣΥ, καθώς ένας στους δύο Έλληνες δηλώνει ότι η πρόσβαση γίνεται εξαιρετικά δύσκολη.
Σε ό,τι αφορά τη χρήση υπηρεσιών υγείας και το φάρμακο διαπιστώθηκε επίσης ότι το 44% διαθέτει μηνιαίως για υπηρεσίες υγείας και φάρμακα πάνω από 5% του εισοδήματος, ενώ περισσότεροι από το 15% διαθέτουν πάνω από το 10% του εισοδήματός τους. Ένας στους πέντε δηλώνει ότι δεν έλαβε τη θεραπεία ή/και τις εξετάσεις που ήθελε.
Μόνο σχεδόν ένας στους πέντε εμπιστεύεται τα γενόσημα φάρμακα. Η χαμηλή εμπιστοσύνη θεωρείται επίσης προϊόν στερεότυπης θέσης καθώς το 63% των ερωτώμενων έχουν περιορισμένη γνώση για τα γενόσημα. Το 83% των ερωτώμενων δηλώνουν πως δεν ζητούν από τον ιατρό τους να τους προτείνει γενόσημο φάρμακο. Εκτιμάται ότι αυτό οφείλειται κυρίως στην έλλειψη εμπιστοσύνης προς τα γενόσημα (44%), ενώ ένας στους τρεις δηλώνει ότι εμπιστεύεται τον ιατρό του όσον αφορά στην επιλογή του φαρμάκου που θα του προτείνει.
Μεγάλη εμπιστοσύνη δείχνουν όμως και προς τον φαρμακοποιό. Σύμφωνα με την έρευνα, η εμπιστοσύνη στον φαρμακοποιό ότι θα δώσει το φθηνότερο γενόσημο είναι υψηλή (64%). Είναι χαρακτηριστικό ότι οι μισοί από όσους γνωρίζουν την ύπαρξη φθηνότερων φαρμάκων σε σύγκριση με αυτό το οποίο πρότεινε ο ιατρός τους, δηλώνουν πως το έχουν πληροφορηθεί από τον φαρμακοποιό τους.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου