Και ενώ αρκετοί από εμάς νιώθουμε συχνά ανήμποροι και μικροί για μια τέτοια αλλαγή, οι ιστορίες των παιδιών που ακολουθούν μας δείχνουν ότι όλα είναι δυνατά, αρκεί να υπάρχει θέληση.
Αυτοί οι μικροί ήρωες δεν δέχονταν το «όχι» σαν απάντηση στα όνειρά τους και ήταν ικανοί να κινήσουν βουνά για να πετύχουν αυτό που επιθυμούσαν, σε μια ηλικία που οι συνομήλικοι τους μάθαιναν τη χαρά του παιχνιδιού.
Αν και στις περισσότερες ιστορίες υπάρχει πόνος, αρρώστιες και κακουχίες ένα είναι σίγουρο: ότι αυτά τα παιδιά άλλαξαν τον κόσμο, τον έκαναν καλύτερο, έβαλαν τα γυαλιά με την πυγμή τους στους δυσκίνητους και πλεονέκτες ενήλικες. Πάλεψαν για την ελευθερία στη μάθηση, για την αξιοπρέπεια και την καλύτερη ποιότητα ζωής των παιδιών με καρκίνο, για την προστασία του περιβάλλοντος, για το αναφαίρετο δικαίωμα της πρόσβασης στο καθαρό πόσιμο νερό. Και τα κατάφεραν.
Malala Yousafzai
Η αγάπη της για μάθηση και ο αγώνας της για το δικαίωμα των κοριτσιών στην εκπαίδευση στο Πακιστάν λίγο έλειψε να της κοστίσει τη ζωή. Η Malala Yousafzai έστρεψε πάνω της τα βλέμματα της παγκόσμιας κοινότητας όταν το πρωί της 9ης Οκτωβρίου του 2012 πυροβολήθηκε στο κεφάλι , ενώ βρισκόταν μέσα στο σχολικό λεωφορείο. Νοσηλεύτηκε σε κρίσιμη κατάσταση σε νοσοκομείο του Πακιστάν και όταν διέφυγε τον κίνδυνο μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο «Queen Elizabeth» στο Μπέρμινχαμ της Αγγλίας.
Η απόπειρα δολοφονίας του 12χρονου τότε κοριτσιού πυροδότησε μια έκρηξη συμπαράστασης στην προσπάθεια της να μπορούν τα κορίτσια να πηγαίνουν στο σχολείο, ένα δικαίωμα που οι Ταλιμπάν είχαν μπλοκάρει όταν κατέλαβαν την εξουσία στο βορειοδυτικό Πακιστάν.
Η αγάπη της για τα γράμματα ξεκίνησε από την πρώτη εκπαίδευση που της έδωσε ο πατέρας της, που ήταν ιδιοκτήτης σχολείου και ποιητής. Από την ηλικία των 11 ετών έγραφε με ψευδώνυμο σε μπλογκ, όπου συνήθιζε να περιγράφει την καθημερινότητά της στην πόλη Mingora, στο βορειοδυτικό Πακιστάν και φυσικά να τονίζει το δικαίωμα των κοριτσιών στη μόρφωση. Αυτή τη θέση υποστήριξε και στις συνεντεύξεις που ακολούθησαν τα επόμενα χρόνια, όταν έγινε γνωστή η ταυτότητά της, στρέφοντας τα βλέμματα της δημοσιότητας πάνω της.
Είναι η μικρότερη κάτοχος του Νόμπελ Ειρήνης, που της απονεμήθηκε το 2014, ενώ το 2013 της απονεμήθηκε το βραβείο Ζαχάρωφ.
Louis Braille
Ένα ατύχημα στη ζωή του Louis Braille ήταν η αφορμή για να αλλάξει όχι μόνο η δική του καθημερινότητα, αλλά και η ζωή των τυφλών σε ολόκληρο τον κόσμο με τον Κώδικα Μπράιγ.
Στην ηλικία των τριών, το 1812, ενώ έπαιζε στο εργαστήριο δερματοποιίας του πατέρα του, στην προσπάθειά του να τον μιμηθεί, παίρνει στα χέρια του ένα σουβλί για να ανοίξει τρύπες στο δέρμα, το οποίο καρφώνεται στο δεξί του μάτι του και χάνει την όρασή του. Η μόλυνση εξαπλώνεται και στο αριστερό μάτι και ο μικρός Louis, μέχρι την ηλικία των 5, καταλήγει ολότελα τυφλός.
Οι γονείς του ήταν αποφασισμένοι να τον μορφώσουν για να γίνει ανεξάρτητος και να μην έχει τη μοίρα των άλλων τυφλών της γαλλικής επαρχίας, που ζητιάνευαν για να ζήσουν. Το σχολείο που έμελλε να περάσει το υπόλοιπο της ζωής του, τόσο ως μαθητής όσο και ως δάσκαλος, ήταν η πρώτη εκπαιδευτική ακαδημία για τυφλά παιδιά του κόσμου, ιδρυμένη το 1786 από τον Valentin Hauy, έναν πραγματικό πρωτεργάτη στη μόρφωση των τυφλών παιδιών. Στην ηλικία των δέκα ο Luis φτάνει στο Παρίσι για να γραφτεί στη σχολή και παρά τις δύσκολες συνθήκες που επικρατούσαν εκεί, λατρεύει το νέο εκπαιδευτικό του περιβάλλον.
Ο Louis ανακάλυψε την αδυναμία του συστήματος Barbier, ενός λοχαγού του γαλλικού στρατού, που είχε αναπτύξει μια ιδιαίτερη μέθοδο για τη νυχτερινή και αθόρυβη επικοινωνία μεταξύ των στρατιωτικών μονάδων. Η τεχνική του περιλάμβανε 12 τελείες που αντιπροσώπευαν ήχους και ο ίδιος πίστεψε ότι θα μπορούσε να αποδειχθεί πολύτιμη στους τυφλούς.
Σύμφωνα με τον Louis η μέθοδος βασιζόταν στους ήχους του γαλλικού αλφαβήτου και δεν άφηνε περιθώρια για ορθογραφία ή στίξη. Κι έτσι ο 12χρονος αποφάσισε να το τελειοποιήσει.
Το αλφάβητο που έφτιαξε ο Braille ήταν μια αντικατάσταση του γραμματικού αλφάβητου με ανάγλυφες στιγμές, που με διάφορους συνδυασμούς αποδίδουν ένα κείμενο. Ο τυφλός μπορεί μ’ αυτό το σύστημα να διαβάζει ψηλαφώντας τις στιγμές με το δάχτυλο. Το σύστημα Μπράιγ έχει έξι ανάγλυφες κουκκίδες, τοποθετημένες ανά τρεις και μ’ αυτές γίνονται 63 συνδυασμοί, που αντιστοιχούν στα γράμματα και τους αριθμούς. Η γραφή Μπράιγ διαβάζεται από αριστερά προς τα δεξιά και από πάνω προς τα κάτω.
Το 1878, σε συνέδριο στο Παρίσι, ο Κώδικας Μπράιγ υιοθετήθηκε επισήμως ως παγκόσμιο σύστημα γραφής των τυφλών, αν και στις ΗΠΑ δεν θα ίσχυε επισήμως παρά μετά το 1917. Η επίσημη καθιέρωση του κώδικα Μπράιγ για την ελληνική γλώσσα έγινε το 1948.
Om Prakash Gurjar
Το παιδί που δεν έζησε ανέμελα παιδιά χρόνια, μιας και στην τρυφερή ηλικία των πέντε ετών απομακρύνθηκε από την οικογένειά του και αναγκάστηκε να δουλεύει στα χωράφια, πάλεψε για την προστασία των παιδιών όλου του κόσμου από την εκμετάλλευση και τη δουλεία. Ο Om Prakash Gurjar έφτιαξε παιδικά χωριά στα οποία έβρισκαν προστασία και ζούσαν μια όμορφη ζωή όλα τα παιδιά που είχαν εξαναγκαστεί σε παιδική εργασία.
Βοήθησε επίσης στη δημιουργία ενός δικτύου, το οποίο έδινε πιστοποιητικά γέννησης σε όλα τα παιδιά της Ινδίας, εξασφαλίζοντάς τους μια καλύτερη ζωή και το δικαίωμα στη μόρφωση. Το 2006, στην ηλικία των 13 ετών, του απονεμήθηκε το Διεθνές Βραβείο Ειρήνης από τον πρώην Πρόεδρο της Νοτίου Αφρικής FW de Klerk, ο οποίος κέρδισε το Νόμπελ Ειρήνης το 1993.
Nkosi Johnson
Ο Νέλσον Μαντέλα τον είχε αποκαλέσει «το σύμβολο της πάλης για τη ζωή». Και όχι άδικα μιας και ο Nkosi Johnson αγωνίστηκε κατά των διακρίσεων στους ασθενείς του AIDS μέχρι που έκλεισε τα μάτια του στην ηλικία των 12 ετών.
Γεννήθηκε το 1989 θετικός στον ιό HIV σε ένα χωριό κοντά στο Dannhauser στη νότια Αφρική, από μητέρα φορέα του AIDS και πατέρα που δεν γνώρισε ποτέ. Όταν η μητέρα του δεν μπορούσε πια να τον φροντίζει, εξαντλημένη από την αρρώστια, υιοθετήθηκε. Ο μικρός Nkosi έγινε γνωστός το 1997, όταν ένα σχολείο στο Γιοχάνεσμπουργκ δεν τον έκανε δεκτό εξαιτίας της αρρώστιας του. Αυτό το γεγονός προκάλεσε θύελλα πολιτικών αντιδράσεων, που τελικά οδήγησε στην ανάκληση της απόφασης του εκπαιδευτηρίου.
Χρόνο με το χρόνο η κατάσταση της υγείας του χειροτέρευε, αν και με τη βοήθεια των φαρμάκων κατάφερε να ζήσει αξιοπρεπώς, τόσο στο σχολείο όσο και στο σπίτι του.
«Νοιαστείτε για εμάς και αποδεχτείτε μας, είμαστε όλοι άνθρωποι. Είμαστε φυσιολογικοί. Έχουμε χέρια. Έχουμε πόδια. Μπορούμε να περπατάμε, να μιλάμε, έχουμε ανάγκες, όπως όλοι. Μη μας φοβάστε, είμαστε όλοι ίδιοι» ήταν τα συγκινητικά του λόγια ως κεντρικού ομιλητή στο 13ο συνέδριο για το AIDS.
Μαζί με τη θετή μητέρα του Gail Johnson έφτιαξαν ένα καταφύγιο για τις μητέρες και τα παιδιά τους με AIDS, το «Nkosi's Haven», στο Johannesburg. Το 2005 τιμήθηκε με το Διεθνές Βραβείο Ειρήνης για παιδιά.
Στα πρώτα της γενέθλια οι γιατροί ενημέρωσαν τους γονείς της Alex ότι αν κατάφερνε να νικήσει το νευροβλάστωμα δεν θα μπορούσε να περπατήσει ποτέ. Εβδομάδες αργότερα η Αlex κούνησε το πόδι της και αυτή ήταν η πρώτη ένδειξη για το χαρακτήρα που θα αποκτούσε: ένα παιδί γενναίο, με αυτοπεποίθηση που θα γινόταν παράδειγμα για όλα τα παιδιά που είχαν όνειρα και φιλοδοξίες.
Και ενώ φαινόταν να διαψεύδει τα προγνωστικά των γιατρών και να σηκώνεται στα πόδια της, ήρθε η χειρότερη εξέλιξη: οι όγκοι μεγάλωναν. Το 2000 υποβλήθηκε σε μεταμόσχευση βλαστοκυττάρων και έσπευσε να ενημερώσει τη μητέρα της: «Όταν βγω από το νοσοκομείο θέλω να φτιάξω ένα κιόσκι και να πουλάω λεμονάδες». Με αυτή την ιδέα της ήθελε να συγκεντρώσει λεφτά και να τα δώσει στους γιατρούς «για να βοηθήσουν κι άλλα παιδιά, όπως και εμένα», όπως είχε πει χαρακτηριστικά.
Με τη βοήθεια του αδερφού της έστησε τη μικρή επιχείρησή της και κατάφερε να κερδίσει περίπου 2.000 ευρώ για το νοσοκομείο. Η ιστορία της και η προσπάθειά της να βοηθήσει τα παιδιά που έπασχαν από καρκίνο κινητοποίησε ανθρώπους από όλο τον κόσμο, που έφτιαχναν τα δικά τους κιόσκια με λεμονάδα και έστελναν στη μικρή Alex τις εισπράξεις, ενισχύοντας το έργο της.
Τον Αύγουστο του 2004 η 8χρονη Alex «έσβησε», έχοντας συγκεντρώσει κοντά στο ένα εκατομμύριο ευρώ στη μάχη κατά του παιδικού καρκίνου. Η οικογένειά της συνεχίζει το έργο της μέσω του Ιδρύματος «Alex's Lemonade Stand Foundation».
To 1998 o 6χρονος τότε Ryan Hreljac έμεινε έκπληκτος όταν ο δάσκαλός του τού είπε ότι τα παιδιά στην Αφρική χρειαζόταν να διανύουν καθημερινά πολλά χιλιόμετρα προκειμένου να έχουν πρόσβαση σε καθαρό πόσιμο νερό και μάλιστα πολλά από αυτά πέθαιναν καθώς το νερό ήταν μολυσμένο.
Την ίδια μέρα επέστρεψε στο σπίτι του και είπε στη μητέρα και τον πατέρα του ότι ήθελε να βοηθήσει τα παιδιά της Αφρικής φτιάχνοντας ένα πηγάδι. Εκείνοι του είπαν ότι κάνοντας κάποιες δουλειές στο σπίτι θα κέρδιζε τα 70 δολάρια που πίστευε ότι θα κόστιζε η δημιουργία του πηγαδιού. Το κόστος όμως ανερχόταν σε περισσότερα από 2.000 δολάρια και έτσι ο Ryan έβαλε στόχο του να συγκεντρώσει τα χρήματα, κάτι που κατάφερε δίνοντας ομιλίες σε σχολεία για τα προβλήματα των παιδιών στην Αφρική. «Ξέρω ότι είμαι τυχερός γιατί γεννήθηκα σε μια χώρα με καθαρό νερό» είχε πει μεταξύ άλλων.
Αυτό το ένα πηγάδι που φτιάχτηκε στην Ουγκάντα κατέληξε στο ίδρυμα «Ryan’s Well Foundation», που έχει κατασκευάσει περισσότερα από 800 πηγάδια τα οποία παρέχουν καθαρό πόσιμο νερό σε περισσότερους από 745.000 ανθρώπους σε 16 χώρες. Επίσης το ίδρυμα έχει κατασκευάσει 1.100 αποχωρητήρια για τη βελτίωση της αποχέτευσης και της υγιεινής στις κοινότητες αυτές.
«Δεν είσαι ποτέ πολύ μικρός ούτε πολύ μεγάλος για να κάνεις τη διαφορά» λέει σήμερα ο 24χρονος απόφοιτος του King’s College στο Χάλιφαξ του Καναδά.
Ένα ημερολόγιο που δόθηκε στην 13χρονη Anna Frank για τα γενέθλιά της έμελλε να γίνει ένα από τα πολυδιαβασμένα βιβλία του κόσμου, μεταφρασμένο σε πολλές γλώσσες και διασκευασμένο για τον κινηματογράφο, την τηλεόραση και το θέατρο. Σε αυτό η έφηβη Εβραιοπούλα περιγράφει με λεπτομέρειες την καθημερινή της ζωή κατά τη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής. Μέσα από τα γραπτά της ο κόσμος γνωρίζει πώς βίωσε το Ολοκαύτωμα και γίνεται ένα από τα πιο προβεβλημένα θύματά του.
Μαζί με την οικογένειά της κρύβονται από τους Ναζί σε ένα σπίτι στο Άμστερνταμ, μέχρι τη στιγμή που τους «κάρφωσαν» και στάλθηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Η Anna και η αδελφή της, Μαργκότ, μεταφέρθηκαν, δύο μήνες πριν το θάνατο της μητέρας τους, στο γερμανικό στρατόπεδο Μπέργκεν – Μπέλζεν. Αρρώστησαν και οι δύο από τύφο και ότι δεν κατάφεραν να διαλύσουν οι Ναζί, το ηθικό της 13χρονης Άννα το διέλυσε ο θάνατος της αγαπημένης της αδερφής. Λίγες μέρες αφότου ξεψύχησε η Μαργκότ, «έσβησε» και η Anna.
Ο πατέρας τους Όττο Φρανκ, ο μόνος που επέζησε επέστρεψε μετά το τέλος του πολέμου στο Άμστερνταμ, βρήκε το ημερολόγιό της και θεωρώντας το μια μοναδική μαρτυρία προχώρησε στην έκδοσή του. Το ημερολόγιο εκδόθηκε στην ολλανδική γλώσσα, με τον τίτλο «Het Achterhuis»
«Αγαπητέ κύριε Αντρόποφ,
Το όνομά μου είναι Samantha Smith. Είμαι δέκα ετών. Συγχαρητήρια για τη νέα σας δουλειά. Ανησυχώ μήπως Ρωσία και ΗΠΑ ξεκινήσουν πυρηνικό πόλεμο. Θα ψηφίσετε να κάνουμε πόλεμο ή όχι; Αν όχι, πείτε μου σας παρακαλώ πώς θα βοηθήσετε να μην κάνουμε πόλεμο; Αυτή την ερώτηση δεν χρειάζεται να την απαντήσετε, αλλά θα ήθελα να μάθω γιατί θέλετε να κατακτήσετε τον κόσμο ή τουλάχιστον τη χώρα μας; Ο Θεός έφτιαξε τον κόσμο για μας ώστε να ζούμε μαζί εν ειρήνη και όχι να πολεμάμε».
Αυτή η επιστολή ανήκει στη Samantha, ένα κορίτσι που πήγαινε δημοτικό, με τελικό αποδέκτη το γενικό γραμματέα της Σοβιετικής Ένωσης Γιούρι Αντρόποφ, που μπήκε στο τιμόνι της ΕΣΣΔ το 1982.
Αποσπάσματα της παιδικής επιστολής δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα «Πράβντα». Η μικρή καταχάρηκε μεν που η σοβιετική εφημερίδα τύπωσε το γράμμα της, δεν καταλάβαινε όμως γιατί δεν απαντούσαν στα επιτακτικά ερωτήματά της. Έτσι κάθισε και έγραψε δεύτερη επιστολή, αυτή τη φορά στον σοβιετικό πρεσβευτή στις ΗΠΑ, με την οποία τον ρωτούσε γιατί ο κύριος Αντρόποφ δεν απαντούσε και αν σκόπευε να το κάνει, προσθέτοντας: «Νομίζω ότι οι ερωτήσεις μου ήταν καλές και δεν πρέπει να παίζει ρόλο αν είμαι 10 χρονών».
Μία εβδομάδα αργότερα, η Σοβιετική Πρεσβεία τηλεφώνησε στο σπίτι της Samantha για να την ενημερώσει ότι η απάντηση του Γιούρι Αντρόποφ ήταν καθ' οδόν. Κι έτσι στις 26 Απριλίου 1983 είχε στα χέρια της την απάντηση του σοβιετικού ηγέτη.
Ο Αντρόποφ της είπε ότι η τραγική εμπειρία του Β’ Παγκοσμίου έπεισε τους Ρώσους ότι το μόνο που πρέπει να θέλουν είναι «να ζούμε εν ειρήνη, να κάνουμε εμπόριο και να συνεργαζόμαστε με όλους τους γείτονές μας στην υφήλιο, όσο κοντά ή μακριά κι αν είναι, και σίγουρα με μια τόσο μεγάλη χώρα όσο οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής».
«Στην Αμερική και στη χώρα μας υπάρχουν πυρηνικά όπλα -φοβερά όπλα- που μπορούν να σκοτώσουν εκατομμύρια ανθρώπους στη στιγμή. Αλλά δεν θέλουμε να χρησιμοποιηθούν ποτέ. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο η Σοβιετική Ένωση δήλωσε επισήμως σε όλο τον κόσμο ότι ποτέ –ποτέ– δεν θα χρησιμοποιήσει πυρηνικά όπλα πρώτη ενάντια σε οποιαδήποτε χώρα. Γενικά, προτείνουμε να διακόψουμε την περαιτέρω παραγωγή τους και να προχωρήσουμε στην κατάργηση όλων των πυρηνικών αποθεμάτων στη Γη. Φαίνεται ότι αυτή είναι μια επαρκής απάντηση στη δεύτερη ερώτησή σου “Γιατί εσείς θέλετε να κάνετε πόλεμο ενάντια σε όλο τον κόσμο ή τουλάχιστον στις Ηνωμένες Πολιτείες;’’. Δεν θέλουμε τίποτα τέτοιο. Κανένας στη χώρα μας –κανένας εργάτης, αγρότης, συγγραφέας ή γιατρός, κανένας ενήλικας ή παιδί, ούτε μέλος της κυβέρνησης– δεν θέλει έναν μεγάλο ή ‘‘μικρό’’ πόλεμο».
«Θέλουμε ειρήνη», πρόσθεσε ο Αντρόποφ, «αυτό για το οποίο νοιαζόμαστε εμείς είναι: να καλλιεργούμε στάρι, να χτίζουμε και να εφευρίσκουμε, να γράφουμε βιβλία και να ταξιδεύουμε στο Διάστημα. Θέλουμε ειρήνη για μας και για όλους τους ανθρώπους του πλανήτη. Για τα παιδιά μας και για σένα, Samantha».
O Αντρόποφ κάλεσε τη Samantha στην ΕΣΣΔ και εκείνη αποδέχτηκε την πρόσκληση και επισκέφτηκε τη χώρα. Η μικρή έγινε πρέσβειρα καλής θέλησης για τις δύο χώρες, καθώς η λατρεία που της επιφύλαξαν τα Μέσα και στις δύο υπερδυνάμεις ήταν τέτοια που μετατράπηκε σε σύμβολο ειρήνης. Η Samantha σκοτώθηκε μόλις έναν χρόνο μετά το θάνατο του ρώσου φίλου της Αντρόποφ σε ένα τραγικό αεροπορικό δυστύχημα (Αύγουστος του 1985). Ήταν μόλις 13 ετών.
Από νωρίς ο Iqbal Masih γνωρίζει το σκληρό πρόσωπο της ζωής. Οι γονείς του τον πουλάνε σαν σκλάβο σε ταπητουργείο όταν ήταν τεσσάρων για 600 ρουπίες. Ο μικρός εξαναγκάζεται να δουλεύει 12 ώρες τη μέρα, φτιάχνοντας χαλιά. Όταν δεν εργάζεται ζει αλυσοδεμένος σε ένα υπόγειο γεμάτο υγρασία, με ελάχιστο φαγητό, φως και οξυγόνο.
Μετά από αρκετές προσπάθειες να δραπετεύσει τελικά βρίσκει προστασία στο Απελευθερωτικό Μέτωπο του Πακιστάν για την Εκμετάλλευση της Παιδικής Εργασίας. Με τη βοήθεια του Μετώπου, αλλά και αρκετών ακτιβιστών καταφέρνει να απελευθερώσει 3.000 παιδιά που δούλευαν σαν σκλάβοι στα ταπητουργεία.
Το 1994 τιμήθηκε με το Βραβείο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων Reebok και ξεκίνησε παγκόσμια περιοδεία με ομιλίες κατά της παιδικής εργασίας και επισκέψεις σε σχολεία. Το νήμα της ζωής του κόβεται στην ηλικία των 13 ετών από τις σφαίρες της «Μαφίας των Χαλιών».
Η Seven Cullis-Suzuki είναι γνωστή ως το κορίτσι που έκανε τον κόσμο να σωπάσει για 7 λεπτά. Η ομιλία της στην Παγκόσμια Σύνοδο του ΟΗΕ για το περιβάλλον στο Ρίο ντε Τζανέιρο για περιβαλλοντικά θέματα, για την καταστροφή του πλανήτη και την πλεονεξία των ισχυρών προκάλεσε δυνατό χειροκρότημα. Ο λόγος της μεστός και το συναίσθημα διάχυτο έκανε όλους να την κοιτούν, αδυνατώντας να απαντήσουν στα καίρια ερωτήματα ενός παιδιού, που ανησυχεί και θλίβεται για το περιβάλλον που καταστρέφεται.
Η περιβαλλοντική της ευαισθησία προερχόταν από την οικογένειά της μιας και η προστασία της Γης ήταν πάντα επίκεντρο της συζήτησης. Στα 9 της χρόνια η κοπέλα από το Βανκούβερ ιδρύει τον «Environmental Children’s Organization», όπου μια ομάδα παιδιών έχει στόχο να διδάξει και να μάθει σε άλλα νεαρά άτομα τη σημασία της προστασίας του περιβάλλοντος.
Η Seven, που σήμερα είναι συγγραφέας, γυρνάει τον κόσμο για να ευαισθητοποιήσει τους ανθρώπους σε περιβαλλοντικά θέματα.
Γεννήθηκε το 1989 θετικός στον ιό HIV σε ένα χωριό κοντά στο Dannhauser στη νότια Αφρική, από μητέρα φορέα του AIDS και πατέρα που δεν γνώρισε ποτέ. Όταν η μητέρα του δεν μπορούσε πια να τον φροντίζει, εξαντλημένη από την αρρώστια, υιοθετήθηκε. Ο μικρός Nkosi έγινε γνωστός το 1997, όταν ένα σχολείο στο Γιοχάνεσμπουργκ δεν τον έκανε δεκτό εξαιτίας της αρρώστιας του. Αυτό το γεγονός προκάλεσε θύελλα πολιτικών αντιδράσεων, που τελικά οδήγησε στην ανάκληση της απόφασης του εκπαιδευτηρίου.
Χρόνο με το χρόνο η κατάσταση της υγείας του χειροτέρευε, αν και με τη βοήθεια των φαρμάκων κατάφερε να ζήσει αξιοπρεπώς, τόσο στο σχολείο όσο και στο σπίτι του.
«Νοιαστείτε για εμάς και αποδεχτείτε μας, είμαστε όλοι άνθρωποι. Είμαστε φυσιολογικοί. Έχουμε χέρια. Έχουμε πόδια. Μπορούμε να περπατάμε, να μιλάμε, έχουμε ανάγκες, όπως όλοι. Μη μας φοβάστε, είμαστε όλοι ίδιοι» ήταν τα συγκινητικά του λόγια ως κεντρικού ομιλητή στο 13ο συνέδριο για το AIDS.
Μαζί με τη θετή μητέρα του Gail Johnson έφτιαξαν ένα καταφύγιο για τις μητέρες και τα παιδιά τους με AIDS, το «Nkosi's Haven», στο Johannesburg. Το 2005 τιμήθηκε με το Διεθνές Βραβείο Ειρήνης για παιδιά.
Alex Scott
Στα πρώτα της γενέθλια οι γιατροί ενημέρωσαν τους γονείς της Alex ότι αν κατάφερνε να νικήσει το νευροβλάστωμα δεν θα μπορούσε να περπατήσει ποτέ. Εβδομάδες αργότερα η Αlex κούνησε το πόδι της και αυτή ήταν η πρώτη ένδειξη για το χαρακτήρα που θα αποκτούσε: ένα παιδί γενναίο, με αυτοπεποίθηση που θα γινόταν παράδειγμα για όλα τα παιδιά που είχαν όνειρα και φιλοδοξίες.
Και ενώ φαινόταν να διαψεύδει τα προγνωστικά των γιατρών και να σηκώνεται στα πόδια της, ήρθε η χειρότερη εξέλιξη: οι όγκοι μεγάλωναν. Το 2000 υποβλήθηκε σε μεταμόσχευση βλαστοκυττάρων και έσπευσε να ενημερώσει τη μητέρα της: «Όταν βγω από το νοσοκομείο θέλω να φτιάξω ένα κιόσκι και να πουλάω λεμονάδες». Με αυτή την ιδέα της ήθελε να συγκεντρώσει λεφτά και να τα δώσει στους γιατρούς «για να βοηθήσουν κι άλλα παιδιά, όπως και εμένα», όπως είχε πει χαρακτηριστικά.
Με τη βοήθεια του αδερφού της έστησε τη μικρή επιχείρησή της και κατάφερε να κερδίσει περίπου 2.000 ευρώ για το νοσοκομείο. Η ιστορία της και η προσπάθειά της να βοηθήσει τα παιδιά που έπασχαν από καρκίνο κινητοποίησε ανθρώπους από όλο τον κόσμο, που έφτιαχναν τα δικά τους κιόσκια με λεμονάδα και έστελναν στη μικρή Alex τις εισπράξεις, ενισχύοντας το έργο της.
Τον Αύγουστο του 2004 η 8χρονη Alex «έσβησε», έχοντας συγκεντρώσει κοντά στο ένα εκατομμύριο ευρώ στη μάχη κατά του παιδικού καρκίνου. Η οικογένειά της συνεχίζει το έργο της μέσω του Ιδρύματος «Alex's Lemonade Stand Foundation».
Ryan Hreljac
To 1998 o 6χρονος τότε Ryan Hreljac έμεινε έκπληκτος όταν ο δάσκαλός του τού είπε ότι τα παιδιά στην Αφρική χρειαζόταν να διανύουν καθημερινά πολλά χιλιόμετρα προκειμένου να έχουν πρόσβαση σε καθαρό πόσιμο νερό και μάλιστα πολλά από αυτά πέθαιναν καθώς το νερό ήταν μολυσμένο.
Την ίδια μέρα επέστρεψε στο σπίτι του και είπε στη μητέρα και τον πατέρα του ότι ήθελε να βοηθήσει τα παιδιά της Αφρικής φτιάχνοντας ένα πηγάδι. Εκείνοι του είπαν ότι κάνοντας κάποιες δουλειές στο σπίτι θα κέρδιζε τα 70 δολάρια που πίστευε ότι θα κόστιζε η δημιουργία του πηγαδιού. Το κόστος όμως ανερχόταν σε περισσότερα από 2.000 δολάρια και έτσι ο Ryan έβαλε στόχο του να συγκεντρώσει τα χρήματα, κάτι που κατάφερε δίνοντας ομιλίες σε σχολεία για τα προβλήματα των παιδιών στην Αφρική. «Ξέρω ότι είμαι τυχερός γιατί γεννήθηκα σε μια χώρα με καθαρό νερό» είχε πει μεταξύ άλλων.
Αυτό το ένα πηγάδι που φτιάχτηκε στην Ουγκάντα κατέληξε στο ίδρυμα «Ryan’s Well Foundation», που έχει κατασκευάσει περισσότερα από 800 πηγάδια τα οποία παρέχουν καθαρό πόσιμο νερό σε περισσότερους από 745.000 ανθρώπους σε 16 χώρες. Επίσης το ίδρυμα έχει κατασκευάσει 1.100 αποχωρητήρια για τη βελτίωση της αποχέτευσης και της υγιεινής στις κοινότητες αυτές.
«Δεν είσαι ποτέ πολύ μικρός ούτε πολύ μεγάλος για να κάνεις τη διαφορά» λέει σήμερα ο 24χρονος απόφοιτος του King’s College στο Χάλιφαξ του Καναδά.
Anna Frank
Ένα ημερολόγιο που δόθηκε στην 13χρονη Anna Frank για τα γενέθλιά της έμελλε να γίνει ένα από τα πολυδιαβασμένα βιβλία του κόσμου, μεταφρασμένο σε πολλές γλώσσες και διασκευασμένο για τον κινηματογράφο, την τηλεόραση και το θέατρο. Σε αυτό η έφηβη Εβραιοπούλα περιγράφει με λεπτομέρειες την καθημερινή της ζωή κατά τη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής. Μέσα από τα γραπτά της ο κόσμος γνωρίζει πώς βίωσε το Ολοκαύτωμα και γίνεται ένα από τα πιο προβεβλημένα θύματά του.
Μαζί με την οικογένειά της κρύβονται από τους Ναζί σε ένα σπίτι στο Άμστερνταμ, μέχρι τη στιγμή που τους «κάρφωσαν» και στάλθηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Η Anna και η αδελφή της, Μαργκότ, μεταφέρθηκαν, δύο μήνες πριν το θάνατο της μητέρας τους, στο γερμανικό στρατόπεδο Μπέργκεν – Μπέλζεν. Αρρώστησαν και οι δύο από τύφο και ότι δεν κατάφεραν να διαλύσουν οι Ναζί, το ηθικό της 13χρονης Άννα το διέλυσε ο θάνατος της αγαπημένης της αδερφής. Λίγες μέρες αφότου ξεψύχησε η Μαργκότ, «έσβησε» και η Anna.
Ο πατέρας τους Όττο Φρανκ, ο μόνος που επέζησε επέστρεψε μετά το τέλος του πολέμου στο Άμστερνταμ, βρήκε το ημερολόγιό της και θεωρώντας το μια μοναδική μαρτυρία προχώρησε στην έκδοσή του. Το ημερολόγιο εκδόθηκε στην ολλανδική γλώσσα, με τον τίτλο «Het Achterhuis»
Samantha Smith
«Αγαπητέ κύριε Αντρόποφ,
Το όνομά μου είναι Samantha Smith. Είμαι δέκα ετών. Συγχαρητήρια για τη νέα σας δουλειά. Ανησυχώ μήπως Ρωσία και ΗΠΑ ξεκινήσουν πυρηνικό πόλεμο. Θα ψηφίσετε να κάνουμε πόλεμο ή όχι; Αν όχι, πείτε μου σας παρακαλώ πώς θα βοηθήσετε να μην κάνουμε πόλεμο; Αυτή την ερώτηση δεν χρειάζεται να την απαντήσετε, αλλά θα ήθελα να μάθω γιατί θέλετε να κατακτήσετε τον κόσμο ή τουλάχιστον τη χώρα μας; Ο Θεός έφτιαξε τον κόσμο για μας ώστε να ζούμε μαζί εν ειρήνη και όχι να πολεμάμε».
Αυτή η επιστολή ανήκει στη Samantha, ένα κορίτσι που πήγαινε δημοτικό, με τελικό αποδέκτη το γενικό γραμματέα της Σοβιετικής Ένωσης Γιούρι Αντρόποφ, που μπήκε στο τιμόνι της ΕΣΣΔ το 1982.
Αποσπάσματα της παιδικής επιστολής δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα «Πράβντα». Η μικρή καταχάρηκε μεν που η σοβιετική εφημερίδα τύπωσε το γράμμα της, δεν καταλάβαινε όμως γιατί δεν απαντούσαν στα επιτακτικά ερωτήματά της. Έτσι κάθισε και έγραψε δεύτερη επιστολή, αυτή τη φορά στον σοβιετικό πρεσβευτή στις ΗΠΑ, με την οποία τον ρωτούσε γιατί ο κύριος Αντρόποφ δεν απαντούσε και αν σκόπευε να το κάνει, προσθέτοντας: «Νομίζω ότι οι ερωτήσεις μου ήταν καλές και δεν πρέπει να παίζει ρόλο αν είμαι 10 χρονών».
Μία εβδομάδα αργότερα, η Σοβιετική Πρεσβεία τηλεφώνησε στο σπίτι της Samantha για να την ενημερώσει ότι η απάντηση του Γιούρι Αντρόποφ ήταν καθ' οδόν. Κι έτσι στις 26 Απριλίου 1983 είχε στα χέρια της την απάντηση του σοβιετικού ηγέτη.
Ο Αντρόποφ της είπε ότι η τραγική εμπειρία του Β’ Παγκοσμίου έπεισε τους Ρώσους ότι το μόνο που πρέπει να θέλουν είναι «να ζούμε εν ειρήνη, να κάνουμε εμπόριο και να συνεργαζόμαστε με όλους τους γείτονές μας στην υφήλιο, όσο κοντά ή μακριά κι αν είναι, και σίγουρα με μια τόσο μεγάλη χώρα όσο οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής».
«Στην Αμερική και στη χώρα μας υπάρχουν πυρηνικά όπλα -φοβερά όπλα- που μπορούν να σκοτώσουν εκατομμύρια ανθρώπους στη στιγμή. Αλλά δεν θέλουμε να χρησιμοποιηθούν ποτέ. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο η Σοβιετική Ένωση δήλωσε επισήμως σε όλο τον κόσμο ότι ποτέ –ποτέ– δεν θα χρησιμοποιήσει πυρηνικά όπλα πρώτη ενάντια σε οποιαδήποτε χώρα. Γενικά, προτείνουμε να διακόψουμε την περαιτέρω παραγωγή τους και να προχωρήσουμε στην κατάργηση όλων των πυρηνικών αποθεμάτων στη Γη. Φαίνεται ότι αυτή είναι μια επαρκής απάντηση στη δεύτερη ερώτησή σου “Γιατί εσείς θέλετε να κάνετε πόλεμο ενάντια σε όλο τον κόσμο ή τουλάχιστον στις Ηνωμένες Πολιτείες;’’. Δεν θέλουμε τίποτα τέτοιο. Κανένας στη χώρα μας –κανένας εργάτης, αγρότης, συγγραφέας ή γιατρός, κανένας ενήλικας ή παιδί, ούτε μέλος της κυβέρνησης– δεν θέλει έναν μεγάλο ή ‘‘μικρό’’ πόλεμο».
«Θέλουμε ειρήνη», πρόσθεσε ο Αντρόποφ, «αυτό για το οποίο νοιαζόμαστε εμείς είναι: να καλλιεργούμε στάρι, να χτίζουμε και να εφευρίσκουμε, να γράφουμε βιβλία και να ταξιδεύουμε στο Διάστημα. Θέλουμε ειρήνη για μας και για όλους τους ανθρώπους του πλανήτη. Για τα παιδιά μας και για σένα, Samantha».
O Αντρόποφ κάλεσε τη Samantha στην ΕΣΣΔ και εκείνη αποδέχτηκε την πρόσκληση και επισκέφτηκε τη χώρα. Η μικρή έγινε πρέσβειρα καλής θέλησης για τις δύο χώρες, καθώς η λατρεία που της επιφύλαξαν τα Μέσα και στις δύο υπερδυνάμεις ήταν τέτοια που μετατράπηκε σε σύμβολο ειρήνης. Η Samantha σκοτώθηκε μόλις έναν χρόνο μετά το θάνατο του ρώσου φίλου της Αντρόποφ σε ένα τραγικό αεροπορικό δυστύχημα (Αύγουστος του 1985). Ήταν μόλις 13 ετών.
Iqbal Masih
Από νωρίς ο Iqbal Masih γνωρίζει το σκληρό πρόσωπο της ζωής. Οι γονείς του τον πουλάνε σαν σκλάβο σε ταπητουργείο όταν ήταν τεσσάρων για 600 ρουπίες. Ο μικρός εξαναγκάζεται να δουλεύει 12 ώρες τη μέρα, φτιάχνοντας χαλιά. Όταν δεν εργάζεται ζει αλυσοδεμένος σε ένα υπόγειο γεμάτο υγρασία, με ελάχιστο φαγητό, φως και οξυγόνο.
Μετά από αρκετές προσπάθειες να δραπετεύσει τελικά βρίσκει προστασία στο Απελευθερωτικό Μέτωπο του Πακιστάν για την Εκμετάλλευση της Παιδικής Εργασίας. Με τη βοήθεια του Μετώπου, αλλά και αρκετών ακτιβιστών καταφέρνει να απελευθερώσει 3.000 παιδιά που δούλευαν σαν σκλάβοι στα ταπητουργεία.
Το 1994 τιμήθηκε με το Βραβείο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων Reebok και ξεκίνησε παγκόσμια περιοδεία με ομιλίες κατά της παιδικής εργασίας και επισκέψεις σε σχολεία. Το νήμα της ζωής του κόβεται στην ηλικία των 13 ετών από τις σφαίρες της «Μαφίας των Χαλιών».
Seven Cullis-Suzuki
Η Seven Cullis-Suzuki είναι γνωστή ως το κορίτσι που έκανε τον κόσμο να σωπάσει για 7 λεπτά. Η ομιλία της στην Παγκόσμια Σύνοδο του ΟΗΕ για το περιβάλλον στο Ρίο ντε Τζανέιρο για περιβαλλοντικά θέματα, για την καταστροφή του πλανήτη και την πλεονεξία των ισχυρών προκάλεσε δυνατό χειροκρότημα. Ο λόγος της μεστός και το συναίσθημα διάχυτο έκανε όλους να την κοιτούν, αδυνατώντας να απαντήσουν στα καίρια ερωτήματα ενός παιδιού, που ανησυχεί και θλίβεται για το περιβάλλον που καταστρέφεται.
Η περιβαλλοντική της ευαισθησία προερχόταν από την οικογένειά της μιας και η προστασία της Γης ήταν πάντα επίκεντρο της συζήτησης. Στα 9 της χρόνια η κοπέλα από το Βανκούβερ ιδρύει τον «Environmental Children’s Organization», όπου μια ομάδα παιδιών έχει στόχο να διδάξει και να μάθει σε άλλα νεαρά άτομα τη σημασία της προστασίας του περιβάλλοντος.
Η Seven, που σήμερα είναι συγγραφέας, γυρνάει τον κόσμο για να ευαισθητοποιήσει τους ανθρώπους σε περιβαλλοντικά θέματα.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου