Σε μια εποχή μακρινή, πότε ακριβώς δεν μπορεί κανείς να πει με βεβαιότητα, υπήρξε μια ήπειρος μεγάλη και τρανή, η οποία ένωνε την Αμερική με την Ευρώπη.
Η ήπειρος αυτή, η θρυλική Ατλαντίδα, κάποια στιγμή καταποντίστηκε στα βάθη του Ατλαντικού Ωκεανού και μαζί της χάθηκε ένας σπουδαίος πολιτισμός, τον οποίο είχε περιγράψει για πρώτη φορά ο Πλάτωνας σε έναν από τους διαλόγους του, όπως την είχε ακούσει από τους Αιγυπτίους ιερείς, τους σοφούς εκείνους μύστες της αρχαίας Επιστήμης.
Πέραν των φυσιογραφικών αυτών δεδομένων, συντείνουν στην υπόθεση της ύπαρξης της Ατλαντίδας και αρκετές ιστορικές αποδείξεις.
Υπήρξε, όμως, και μια άλλη μυστηριώδης ήπειρος, η οποία φαίνεται πως υπέστη όσα είχε υποστεί και η θρυλική Ατλαντίδα.
Ώστε, υπήρξε κάποτε και μια δεύτερη Ατλαντίδα; Το ερώτημα αυτό ετέθη για πρώτη φορά γύρω στα τέλη του 19ου αιώνα. Διαχεόταν η υποψία ότι μεταξύ της Αφρικής και της Ινδίας, στον Ειρηνικό Ωκεανό, πολύ πριν εμφανιστεί ο άνθρωπος πάνω στη Γη, υπήρχε μια άλλη καταποντισμένη τεράστια έκταση, μια πελώρια ήπειρος, η οποία γεφύρωνε την Ασία με την Αφρική.
Την υποθετική εκείνη ήπειρο ονόμασαν Λεμουρία, αν και την αποκαλούσαν και με άλλα ονόματα. Παρ’ όλο, λοιπόν, που τα ονόματά της ήταν πολλά, οι αποδείξεις για την άλλοτε ύπαρξή της ήταν ελάχιστες.
Στις αρχές του 20ου αιώνα ανεγράφη στον διεθνή επιστημονικό Τύπο ότι η χαμένη Λεμουρία του Ειρηνικού Ωκεανού εντοπίστηκε τελικώς κατόπιν ερευνών μιας ωκεανογραφικής αποστολής με επικεφαλής τον Καθηγητή Sir John Murray.
John Murray (03/03/1841 – 16/03/1914)
Η συγκεκριμένη αποστολή είχε ξεκινήσει από την Αλεξάνδρεια και ερεύνησε τα ύδατα και τον πυθμένα του Ινδικού Ωκεανού, αλλά και του Αραβικού Κόλπου.
Τα αποτελέσματα των ερευνών της αποστολής του πρωτοπόρου Ωκεανογράφου Sir John Murray ανακοινώθηκαν κατόπιν στο Ζωολογικό Εργαστήριο του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ, διότι, εκτός όλων των άλλων ανακαλύψεων που σχετίζονταν με τη μυστηριώδη χαμένη ήπειρο της Λεμουρίας, η αποστολή εντόπισε και δείγματα ζώων του θαλάσσιου βυθού, άγνωστα μέχρι τότε.
Μάλιστα, ο διακεκριμένος Ζωολόγος και Καθηγητής Συγκριτικής Ανατομίας του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ, John Stanley Gardiner, αλλά και γραμματέας της αποστολής του Murray ανέφερε ότι η ερευνηθείσα περιοχή περιοριζόταν προς τα ανατολικά από μια μακρά υποβρύχια οροσειρά, η οποία πιστευόταν ότι αποτελούσε συνέχεια της εξαφανισμένης ηπείρου, της οποίας ελάχιστα λείψανα ήταν οι σημερινές μικρές συστάδες νησιών, που βρίσκονται διάσπαρτα στον Ειρηνικό Ωκεανό.
Η συγκεκριμένη αποστολή είχε ξεκινήσει από την Αλεξάνδρεια και ερεύνησε τα ύδατα και τον πυθμένα του Ινδικού Ωκεανού, αλλά και του Αραβικού Κόλπου.
Τα αποτελέσματα των ερευνών της αποστολής του πρωτοπόρου Ωκεανογράφου Sir John Murray ανακοινώθηκαν κατόπιν στο Ζωολογικό Εργαστήριο του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ, διότι, εκτός όλων των άλλων ανακαλύψεων που σχετίζονταν με τη μυστηριώδη χαμένη ήπειρο της Λεμουρίας, η αποστολή εντόπισε και δείγματα ζώων του θαλάσσιου βυθού, άγνωστα μέχρι τότε.
John Stanley Gardiner (1872 – 1946) |
Μάλιστα, ο διακεκριμένος Ζωολόγος και Καθηγητής Συγκριτικής Ανατομίας του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ, John Stanley Gardiner, αλλά και γραμματέας της αποστολής του Murray ανέφερε ότι η ερευνηθείσα περιοχή περιοριζόταν προς τα ανατολικά από μια μακρά υποβρύχια οροσειρά, η οποία πιστευόταν ότι αποτελούσε συνέχεια της εξαφανισμένης ηπείρου, της οποίας ελάχιστα λείψανα ήταν οι σημερινές μικρές συστάδες νησιών, που βρίσκονται διάσπαρτα στον Ειρηνικό Ωκεανό.
Επίσης, ανακαλύφθηκε μια υποβρύχια αλυσίδα γρανιτικών ορέων, τα οποία είχαν ύψος περίπου τριών χιλιάδων μέτρων σε ορισμένα σημεία του πυθμένα. Η οροσειρά αυτή αποτελεί συνέχεια των ορέων Αραβούλι της Ινδίας.
Στην εξαφανισμένη ήπειρο της Λεμουρίας υπήρξε ίσως και μια άλλη “Νεκρά Θάλασσα”, η οποία εντοπίστηκε στην περιοχή μεταξύ της Αραβίας και των Βορείων Ινδιών. Στο σημείο εκείνο δεν υπάρχουν καθόλου ψάρια και άλλα πλάσματα του βυθού, ενώ παραπέρα αφθονούν.
Το παράξενο αυτό φαινόμενο αποδίδεται στο ότι εκεί προφανώς υπάρχει κάποια υποβρύχια πηγή πετρελαίου ή αλάτων, τα οποία, διαλυόμενα, μέχρις ότου αραιωθούν παρακάτω, δεν επιτρέπουν την ανάπτυξη ζωής.